- ὑπῆλθε
- ὑπέρχομαιgoaor ind act 3rd sgὑπέρχομαιgoaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπῆλθ' — ὑπῆλθα , ὑπέρχομαι go aor ind act 1st sg ὑπῆλθε , ὑπέρχομαι go aor ind act 3rd sg ὑπῆλθε , ὑπέρχομαι go aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… … Dictionary of Greek